Heathrow Airport is one of the few places in England you can be sure of seeing a gun. These guns are carried by policemen in short-sleeved shirts and black flak-jackets, alert for terrorists about to blow up Tie-Rack. They are unlikely to confront me directly, but if they do I shall tell them the truth. I shall state my business. I’m planning to stop at Heathrow Airport until I see someone I know. (...)
Astonishingly, I wait for thirty-nine minutes and don’t see one person I know. Not one, and no-one knows me. I’m as anonymous as the drivers with their universal name-cards (some surnames I know), except the drivers are better dressed. Since the kids, whatever I wear looks like pyjamas. Coats, shirts, T-shirts, jeans, suits; like slept-in pyjamas. (...)
I hear myself thinking about all the people I know who have let me down by not leaving early on a Tuesday morning for glamorous European destinations. My former colleagues from the insurance office must still be stuck at their desks, like I always said they would be, when I was stuck there too, wasting my time and unable to settle while Ally moved steadily onward, getting her PhD and her first research fellowship at Reading University, her first promotion.
Our more recent grown-up friends, who have serious jobs and who therefore I half expect to be seeing any moment now, tell me that home-making is a perfectly decent occupation for a man, courageous even, yes, manly to stay at home with the kids. These friends of ours are primarily Ally’s friends. I don’t seem to know anyone anymore, and away from the children and the overhead planes, hearing myself think, I hear the thoughts of a whinger. This is not what I had been hoping to hear.
I start crying, not grimacing or sobbing, just big silent tears rolling down my cheeks. I don’t want anyone I know to see me crying, because I’m not the kind of person who cracks up at Heathrow airport some nothing Tuesday morning. I manage our house impeccably, like a business. It’s a serious job. I have spreadsheets to monitor the hoover-bag situation and colour-coded print-outs about the ethical consequences of nappies. I am not myself this morning. I don’t know who I am. | Το αεροδρόμιο του Χίθροου είναι ένα από τα ελάχιστα μέρη στην Αγγλία όπου είναι βέβαιο ότι θα δεις πιστόλια. Τα πιστόλια αυτά τα φέρουν αστυνομικοί με κοντομάνικα πουκάμισα και μαύρα αλεξίσφαιρα γιλέκα, σε επιφυλακή για τρομοκράτες που ετοιμάζονται να ανατινάξουν την μπουτίκ με τις γραβάτες. Είναι απίθανο να σταματήσουν εμένα για έλεγχο, αλλά, αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα τους πω την αλήθεια. Θα τους εξηγήσω για ποιο λόγο βρίσκομαι εκεί. Σκοπεύω να μείνω στο αεροδρόμιο του Χίθροου μέχρι να δω κάποιον που να τον γνωρίζω. […] Παραδόξως, περιμένω τριάντα εννέα ολόκληρα λεπτά και δεν βλέπω κανέναν γνωστό. Ούτε έναν, και κανέναν που να γνωρίζει εμένα. Ανήκω στον ανώνυμο πλήθος, όπως και οι σοφέρ που επιδεικνύουν πανομοιότυπα χαρτόνια με τα ονόματα των πελατών τους (αναγνωρίζω κάποια επώνυμα) – μόνο που οι σοφέρ είναι πιο καλοντυμένοι. Από τον καιρό των παιδιών, ό,τι και να φορέσω θυμίζει πιτζάμα. Παλτά, πουκάμισα, μπλουζάκια, τζιν, κουστούμια – όλα σαν πολυφορεμένες πιτζάμες. […] Αντιλαμβάνομαι ότι έχω αρχίσει να σκέφτομαι όλους εκείνους τους γνωστούς μου που έχουν διαψεύσει τις προσδοκίες μου επειδή δεν ταξιδεύουν νωρίς αυτή την Τρίτη το πρωί προς κάποιον γκλαμουράτο ευρωπαϊκό προορισμό. Οι πρώην συνάδελφοί μου στην ασφαλιστική εταιρεία θα πρέπει να είναι ακόμα καθηλωμένοι στα γραφεία τους, όπως το έλεγα πάντα όταν ήμουν κι εγώ καθηλωμένος εκεί, χαραμίζοντας το χρόνο μου και ανίκανος να στεριώσω, ενώ η Άλι προόδευε σταθερά, έπαιρνε το διδακτορικό της και την πρώτη της ερευνητική υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ, την πρώτη της προαγωγή. Οι πιο πρόσφατοι μυαλωμένοι φίλοι μας, που έχουν σοβαρές δουλειές και που συνεπώς δεν αποκλείω να τους συναντήσω εδώ από στιγμή σε στιγμή, μου λένε ότι η οικοκυρική είναι μια καθόλα αξιοπρεπής ασχολία για έναν άνδρα, ακόμα και ένδειξη γενναιότητας, ναι, ανδρείας, να μένεις στο σπίτι με τα παιδιά. Αυτοί οι φίλοι μας είναι κυρίως φίλοι της Άλι. Νιώθω σαν να μην ξέρω κανέναν πια και, μακριά από τα παιδιά και τα αεροπλάνα που πετάνε αποπάνω, καθώς ακούω τον εαυτό μου να σκέφτεται, ακούω τις σκέψεις ενός μεμψίμοιρου γκρινιάρη. Δεν είναι οι σκέψεις που ήλπιζα να ακούσω. Αρχίζω να κλαίω – όχι με μορφασμούς ή με λυγμούς, αλλά με μεγάλα σιωπηλά δάκρυα που κυλούν στα μάγουλά μου. Δεν θέλω να με δει κάποιος γνωστός να κλαίω, γιατί δεν είμαι ο τύπος του ανθρώπου που βάζει τα κλάματα στο αεροδρόμιο του Χίθροου μια άσχετη Τρίτη πρωί. Κάνω τέλεια διαχείριση του σπιτιού μας, σαν να είναι επιχείρηση. Είναι σοβαρή δουλειά. Έχω λογιστικά φύλλα στον υπολογιστή στα οποία παρακολουθώ τα αποθέματα από τις σακούλες της ηλεκτρικής σκούπας, και εκτυπώσεις με χρωματική κωδικοποίηση για τις ηθικές επιπτώσεις της χρήσης της πάνας. Είμαι άλλος άνθρωπος σήμερα. Δεν ξέρω ποιος είμαι.
|