Al fin, su marido se cansó de quedar bien con ella y se fue a quedar bien con alguien más.
Los primeros días Ofelia sintió la soledad como un cuchillo y se tuvo tanta pena que andaba por la casa a ratos ruborizada y a ratos pálida. [...]
Un día cambió los cuadros de pared, otro regaló sillas del comedor que de tanto ser modernas pasaron de moda. [...]. Al último arremetió contra su sala, segura de que urgía cambiar la tela de los sillones.
El tapicero llegó al mismo tiempo en que le entregaron por escrito la petición formal de divorcio. La puso a un lado para pensar en cosas más tangibles que el desamor en ocho letras. Trajinó en un muestrario buscando un color nuevo y cuando se decidió por el verde pálido el tapicero llamó a dos ayudantes que levantaron los muebles rumbo al taller.
[...] Ofelia los vio irse y siguió con la mirada el rastro de cositas que iban saliendo de entre los cojines: un botón, dos alfileres, una pluma que ya no pintaba, unas llaves de quién sabe dónde, un boleto de Bellas Artes que nunca encontraron a tiempo para llegar a la función, el rabo de unos anteojos, dos almendras que fueron botana y un papelito color de rosa, doblado en cuatro, que Ofelia recogió con el mismo sosiego con que había ido recogiendo los demás triques.
Lo abrió. Tenía escrito un recado con letras grandes e imprecisas que decía: «Corazón: has lo que lo que tu quieras, lo que mas quieras, has lo que tu decidas, has lo que mas te convenga, has lo que sientas mejor para todos».
«¿Has?», dijo Ofelia en voz alta. ¿Su marido se había ido con una mujer que escribía «haz» de hacer como «has» de haber? ¿Con una que no le ponía el acento a «tú» el pronombre y lo volvía «tu» el adjetivo? ¿Con alguien capaz de confundir el «más» de cantidad con el «mas» de no obstante?
La ortografía es una forma sutil de la elegancia de alma, quien no la tiene puede vivir en donde se le dé la gana.
Según el pliego que debía firmar, la causa del divorcio era incompatibilidad de caracteres. «Nada más cierto», pensó ella. «La ortografía es carácter». Firmó. | Στο τέλος, ο άντρας της κουράστηκε να της κάνει τον καλό και πήγε να κάνει τον καλό σε άλλη. Τις πρώτες μέρες η Οφηλία ένοιωσε τη μοναξιά σαν μαχαίρι και λυπόταν τον εαυτό της τόσο, ώστε πηγαινοερχόταν μέσα στο σπίτι πότε αναψοκοκκινισμένη και πότε χλωμή. […] Κάποια μέρα άλλαξε τους πίνακες στον τοίχο, κάποια άλλη πάλι χάρισε τις καρέκλες της τραπεζαρίας που από πολύ μοντέρνες κάποτε είχαν πια γίνει ντεμοντέ.[…]. Την τελευταία ρίχτηκε στο σαλόνι της, βέβαιη έπρεπε επειγόντως να αλλάξει το ύφασμα στις πολυθρόνες. Ο ταπετσιέρης έφθασε την ώρα που της παρέδιδαν επισήμως τη γραπτή αίτηση διαζυγίου. Την έβαλε στην άκρη για να σκεφτεί πιο απτά πράγματα από το τέλος του έρωτα με οκτώ γράμματα. Απασχολήθηκε με το δειγματολόγιο αναζητώντας ένα καινούργιο χρώμα και όταν κατέληξε στο χλωμό πράσινο ο ταπετσιέρης φώναξε δύο βοηθούς που πήραν τα έπιπλα για το εργαστήριο. […] Η Οφηλία τους είδε να φεύγουν και ακολούθησε με το βλέμμα τα ίχνη από τα μικροπράγματα που έπεφταν ανάμεσα από τα μαξιλάρια: ένα κουμπί, δύο καρφίτσες, ένα φτερό που δεν ζωγράφιζε πια, κλειδιά, ποιος ξέρει από πού, ένα εισιτήριο της Καλών Τεχνών που ποτέ δεν το βρήκαν έγκαιρα για να προλάβουν την παράσταση, το χερούλι ενός μονόκλ, δύο αμύγδαλα από κάποιο τσιμπολόγημα και ένα ροζ χαρτάκι, διπλωμένο στα τέσσερα, που η Οφηλία το μάζεψε με την ίδια ηρεμία με την οποία είχε μαζέψει και τα υπόλοιπα πραγματάκια. Το άνοιξε. Είχε ένα μήνυμα γραμμένο με μεγάλα και τρεμάμενα γράμματα που έλεγε: «Καρδιά μου: κάναι ότι ότι θέλεις, αυτό που θες πιο πολύ, κάναι ότι αποφασισις, κάναι ότι σε βολέβι, αυτό που νομίζεις καλύτερο για όλους». Που μπέρδευε το ειδικό «ότι» με την αντωνυμία «ό,τι»; Η ορθογραφία είναι μία λεπτή μορφή κομψότητας της ψυχής. Όποιος δεν την έχει μπορεί να ζήσει όπου του κάνει κέφι. Σύμφωνα με το έγγραφο που έπρεπε να υπογράψει, αιτία του διαζυγίου ήταν η ασυμφωνία χαρακτήρων. «Τίποτα αληθέστερο», σκέφτηκε. «Η ορθογραφία είναι χαρακτήρας». Υπέγραψε.
|